- φουσκονεριά
- ηη πλημμυρίδα της παλίρροιας, η ανύψωση της θαλάσσιας στάθμης, η μπασιά (αντίθ. φυρονεριά, άμπωτη).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουσκονεριά — η, Ν η πλημμυρίδα κατά την παλίρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκ ώνω + συνδ. φωνήεν ο + νερό + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
μαρέα — η (Μ μαρία) δημώδης λέξη για την παλίρροια και κυρίως για την πλημμυρίδα, την ανύψωση τής στάθμης τών υδάτων, αλλ. φουσκονεριά, μπασιά μσν. θαλάσσιο ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότ. ιταλ. maria] … Dictionary of Greek
πλημμυρίδα — η ανύψωση των νερών, φουσκονεριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)